- φιογκάκι
- το, Ν [φιόγκος]υποκορ. τ. τού φιόγκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιογκάκι — το (υποκορ. του φιόγκος βλ. λ.), μικρός λαιμοδέτης δεμένος σε σχήμα πεταλούδας: Το φιογκάκι του ταιριάζει με το πουκάμισό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπιγιόν — και παπιόν, το λαιμοδέτης που δένεται σε σχήμα φιόγκου, αλλ. πεταλούδα, φιογκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. papillon < λατ. papilio, ionis «ζωύφιο, πεταλούδα»] … Dictionary of Greek
φιόγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. τρόπος δεσίματος λαιμοδέτη, κορδέλας, κορδονιού κτλ., σε σχήμα πεταλούδας: Η μπομπονιέρα έχει ωραίο φιόγκο στην κορδέλα της. 2. λαιμοδέτης δεμένος με αυτόν τον τρόπο, φιογκάκι: Μ αυτό το επίσημο κοστούμι αυτός μόνο ο φιόγκος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)